- μεταζευγνύναι
- μεταζεύγνυμιunyoke and put to another carriagepres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταζεύγνυμι — (ΑM) λύνω άλογο από τον ζυγό και τό ζεύω σε άλλη άμαξα («ὁμοῡ δὲ τοῡ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] … Dictionary of Greek